Ο ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός της Κακοπετριάς, τέθηκε σε λειτουργία στις αρχές του 20ου αιώνα, συγκεκριμένα το 1926, χάρη στην πρωτοβουλία ενός Κακοπετρίτη, του Χρίστου Βασιλείου. Ο ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός της Κακοπετριάς, είχε ως πηγή ενέργειάς του, το νερό, γεγονός που του προσδίδει μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία του ηλεκτρισμού της Κύπρου.
Η δημιουργία υδροηλεκτρισμού στην Κακοπετριά και η προσωπική προσπάθεια του Βασιλείου, είναι δυο ιστορίες άμεσα συνδεδεμένες. Ο Βασιλείου, πέτυχε την ίδρυση ηλεκτροπαραγωγού σταθμού, καθοδηγούμενος περισσότερο από την επιθυμία του να φωτίσει την Κακοπετριά, παρά από τις γνώσεις του. Οι γνώσεις του Βασιλείου για τον ηλεκτρισμό, εξαντλούνταν στην προσεκτική παρακολούθηση του τρόπου λειτουργίας ενός μικρού ηλεκτρικού σταθμού, που βρισκόταν στο χώρο εργασίας του, σαφέστερα στο μεταλλείο Αμιάντου.
Το 1926, όταν Βασιλείου επιστρέφει από το μεταλλείο του Αμιάντου, έχοντας σύμμαχό του, τη σύζυγό του, προσπαθεί να θέσει σε λειτουργία ηλεκτροπαραγωγό σταθμό, έργο που έμοιαζε σχεδόν ανέφικτο. Ο Χρίστος και η σύζυγος του, Ορθοδοξία Βασιλείου, αποφασίζουν να πουλήσουν την περιουσία τους, με σκοπό να αγοράσουν ένα μέρος της αρχιεπισκοπικής γης, που βρισκόταν στην όχθη του ποταμού Κλάριου, συγκεκριμένα του Καρκώτη ή αλλιώς στην τοποθεσία Καππάδουκας. Ο χώρος αυτός θα γινόταν ο τόπος που θα στέγαζαν τ’ όνειρό τους.
Μετά από σκληρή εργασία κατάφεραν να κατασκευάσουν αρχικά ένα ξύλινο «πύργο- χοάνη», ο οποίος εν συνεχεία αντικαταστάθηκε με τσιμεντένιο, αφού πρώτα πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από τις απαραίτητες δοκιμές. Η κατασκευή ηλεκτροπαραγωγού σταθμού, ολοκληρώθηκε στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1927.
Ο υδροηλεκτρικός σταθμός της Κακοπετριάς, όταν είχε αποπερατωθεί, σύμφωνα με τη περιγραφή του γιού του ζεύγους Βασιλείου, είχε την παρακάτω μορφή. Αποτελείτο, από την «κολόνα-χοάνη» ή αλλιώς τον «πύργο-χοάνη», όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, όπου υπήρχε ένα άνοιγμα «γύρω στα δύο πόδια και ύψος πενήντα πόδια». Η «κολόνα-χοάνη», ήταν ενωμένη μ’ ένα «τσιμεντένιο αυλάκι», από το οποίο έρεε με φόρα το νερό «από ψηλά μέσα στο λάκκο». Το νερό, χάρη στην πίεση με την οποία έπεφτε από το αυλάκι, κατάφερνε να θέσει σε λειτουργία τη «φτερωτή». Η κινούμενη «φτερωτή» ενεργοποιούσε το «δύναμο», μέσω του οποίου πραγματοποιείτο το τελευταίο στάδιο της λειτουργίας του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού, δηλαδή η παραγωγή του ηλεκτρικού ρεύματος.
Όταν ο ηλεκτροπαραγωγικός σταθμός ήταν έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο χωριό, άρχισαν οι «ηλεκτρικές εγκαταστάσεις» σε ορισμένα σπίτια. Μαζεύτηκαν για το σκοπό αυτό, κορμοί δέντρων από το γειτονικό δάσος, οι οποίοι χρησιμοποιήθηκαν για να περαστούν σύρματα, που ένωναν το κάθε σπίτι με το ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό. Σε κάθε σπίτι, είχε τοποθετηθεί μια λάμπα, με το αντίτιμο των «δύο σελινιών» μηνιαία, για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος.
Η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, από εκείνη τη στιγμή ήταν εφικτή, γι’ αυτό και το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου, οι κάτοικοι του χωριού αλλά και οι επισκέπτες, μαζεύτηκαν στην κεντρική πλατεία για να θαυμάσουν το αποτέλεσμα της προσπάθειας της οικογένειας Βασιλείου. Όταν η «φτερωτή» του πύργου λειτούργησε το χωριό φωτίστηκε και οι παρευρισκόμενοι στην πλατεία έγιναν μάρτυρες ενός σημαντικού γεγονότος, για την ιστορία ολάκερου του νησιού. H παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος με πηγή ενέργειας το νερό, αποτελεί μοναδικό φαινόμενο για την ιστορία του ηλεκτρισμού στο νησί.
Τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού, οι κάτοικοι της Κακοπετριάς, αντιμετώπισαν με τόση επιφύλαξη το επίτευγμα του Βασιλείου, σε σημείο που παρεμπόδιζαν και τη λειτουργία του. Είναι χαρακτηριστικό πως αρχικά μόνο τριάντα σπίτια είχαν ενωθεί με τον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό, αλλά ακόμη χαρακτηριστικότερο, πως οι κάτοικοι συχνά ανέκοπταν τη πορεία του νερού προς το σταθμό. Η πρόφαση για ανακοπή της βασικής πηγής ενέργειας του σταθμού, ήταν η χρησιμοποίηση του νερού στις αγροτικές εργασίες.
Ο υδροηλεκτρικός σταθμός αρχικά λειτουργούσε περιορισμένες ώρες, ανάλογα με τη ροή του νερού. Για παράδειγμα κατά τους χειμερινούς μήνες, παρήγαγε ηλεκτρικό ρεύμα μέχρι τις μια η ώρα μετά το μεσημέρι, ενώ κατά τους θερινούς μήνες, ακόμη λιγότερες ώρες, εφόσον η ροή του νερού μειωνόταν. Οι ώρες λειτουργίας του σταθμού γινόντουσαν ακόμη πιο λίγες, όταν οι αγρότες ανέκοπταν το νερό, όπως ήδη αναφέρθηκε, προβάλλοντας διάφορες αιτιολογίες, όπως το πότισμα των κτημάτων τους.
Παρόλα τα εμπόδια που συνάντησε ο Χρίστος Βασιλείου κατά τη διάρκεια λειτουργίας του ηλεκτροπαραγωγού σταθμού, κατάφερε να μεταδώσει τη αγάπη του για τον ηλεκτρισμό και στο γιο του Αντρέα. Ο Αντρέας, από το 1947 ήταν γνώστης της τέχνης των ηλεκτρικών εγκαταστάσεων σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς των Δημοσίων Έργων. Χάρη στη νέα τεχνογνωσία, αλλά και τις αυξημένες ανάγκες του χωριού, οι εγκαταστάσεις επεκτάθηκαν με την τοποθέτηση πετρελαιομηχανών. Για παράδειγμα, η λειτουργία κινηματογράφου «Ορφέα», έργο που πραγματοποιήθηκε και πάλι χάρη στη συμβολή του Χρίστου Βασιλείου, απαιτούσε μια επιπλέον εγκατάσταση ρεύματος.
Σταδιακά, η χρησιμοποίηση πετρελαιομηχανών για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος επεκτάθηκε στο χωριό, γ’ αυτό για ένα χρονικό διάστημα λειτουργούσαν παράλληλα με τον υδροηλεκτρικό σταθμό. Σαφέστερα, τους θερινούς μήνες, που η ροή του νερού προς το υδροηλεκτρικό σταθμό ήταν μειωμένη, έθεταν σε λειτουργία τις πετρελαιομηχανές, ενώ κατά τους χειμερινούς μήνες παραγόταν ρεύμα από το υδροηλεκτρικό σταθμό.
Με το πέρασμα του χρόνου, η προσφορά ηλεκτρικού ρεύματος κατέστη υποχρέωση της Κυβέρνησης. Γι’ αυτό η ηλεκτροδότηση της Κακοπετριάς, δεν ήταν πλέον υπηρεσία, που πήγαζε από ιδιώτη, το Χρίστο Βασιλείου, γνωστό ως «Ηλεκτρολόγο της Κακοπετριάς», αλλά από το κράτος.
Στις μέρες μας, ο αρμόδιος φορέας για ηλεκτροδότηση, η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου, σε συνεργασία με το Κοινοτικό Συμβούλιο της Κακοπετριάς, προσπαθούν να διασώσουν τον υδροηλεκτρικό σταθμό της περιοχής. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας επανατοποθετούνται διάφορα μηχανικά μέρη του σταθμού, με τελικό στόχο την πλήρη αποκατάστασή του, αλλά και την λειτουργία του ως μουσείο.
Πηγή: Έντυπο Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου. |